- σπόρος
- ο, ΝΜΑ1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.)2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα οποιουδήποτε καρπού (α. «οι σπόροι τού καρπουζιού» β. «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῡ σπεῑραι τὸν σπόρον αὐτοῡ», ΚΔ)3. το σπέρμα, το γονιμοποιό έκκριμα τών γεννητικών οργάνων τού άνδρα και τών αρσενικών ζώων4. παιδί, τέκνο, απόγονος (α. «δεν θά 'μαι τού πατέρα μου σπόρος αν τή γλυτώσεις» β. «τῆς κηρύλου δαμαρτος ἀπτῆνα σπόρον», Λυκόφρ.)νεοελλ.1. αρχή, αρχική αιτία («έσπειραν τον σπόρο τής επανάστασης»)2. μικρόσωμο και ζωηρό παιδί («πάψε σπόρε, μη μιλάς!»)3. καρπός στον οποίο το σπέρμα συμφύεται με το περικάρπιο και δεν αποχωρίζεται από αυτό4. (κατ' επέκτ.) φυτικό όργανο ή τμήμα φυτικού οργάνου το οποίο αν φυτευθεί μπορεί να δώσει ένα νέο φυτό, όπως είναι ο πατατόσπορος5. φρ. α) «σπόρος βελτιωτή» — ο σπόρος που παράγεται κατά τη σποροπαραγωγή σε περιορισμένη ποσότητα, στην περίπτωση που πρόκειται να διατεθεί μια νέα βελτιωμένη ποικιλίαβ) «το αμιγές τού σπόρου» — η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο σπόρος όταν δεν περιέχει σπόρους άλλων φυτώνγ) «παλαίωση σπόρου»(φυτοπαθ.) ικανότητα τού σπόρου να διατηρείται για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια τών οποίων ο παθογόνος παράγοντας που βρίσκεται μέσα του νεκρώνεται ή αδρανοποιείται και ο σπόρος απαλλάσσεται από αυτόν ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τη βλαστική του ικανότητααρχ.1. εποχή κατάλληλη για σπορά2. σοδειά, συγκομιδή («οὐ φορβὰν ἱερᾱς γᾱς σπόρον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ- τού σπείρω*].
Dictionary of Greek. 2013.